- νουβυστικως
- νουβυστικῶςνου-βυστικῶςумно, хитро Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νουβυστικῶς — νουβυστικός chock full of sense adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουβυστικός — νουβυστικός, ή, όν (Α) συνετός, μυαλωμένος. επίρρ... νουβυστικῶς (Α) συνετά, μυαλωμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦς + βύω «κλείνω, αποφράσσω»] … Dictionary of Greek